Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στο επόμενο

  • 1 επόμενος

    η, ο[ν] следующий, последующий, дальнейший;

    συνέχεια στο επόμενο (φύλλο) — продолжение следует;

    την επόμένην εβδομάδα — на следующей неделе;

    η επόμένη — следующий день;

    την επόμένη — на следующий день;

    ποιός είναι ο επόμ; — кто следующий?;

    § ως ήτο επόμενον — как и следовало ожидать;

    επόμενο ήταν — так и следовало ожидать;

    επόμενόν είναι να... — после этого естественно, что...;

    τα επόμενα — то, что следует

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επόμενος

  • 2 год

    год
    м
    1. (промежуток времени) ὁ χρόνος, ἡ χρονιά, τό ἐτος:
    текущий \год τό τρέχον ἐτος, ὁ φετεινός χρόνος· бюджетный \год τό οίκονομικόν ἔτος· учебный \год τό σχολικόν ἔτος, ἡ σχολική χρονιά· високосный \год τό δίσεκτο ἐτος· урожайный \год χρόνος πλούσιας σοδειάς· времена \года οἱ ἐποχές τοῦ ἐτους' \год рождения χρόνος γέννησης, ἐτος γεννήσεως· \год смерти ἡ ἡμερομηνία θανάτού ему́ три \года εἶναι τριῶν χρονῶν (ἐτῶν)· ему́ шестнадцатый \год εἶναι δεκαέξη χρονών (ἐτών), περπατά στά δεκάξη· в будущем \году́ τοῦ χρόνου, στό ἐπόμενο ἐτος· в прошлом \году́ πέρυσι, πέρσι, τόν περασμένο χρόνο, τό παρελθόν ἐτος· в позапрошлом \году́ πρόπερσι, τό προπαρελθόν ἔτος· Два \года тому́ назад δυό χρόνια πρίν, πρό δυό ἐτῶν два \года спустя μετά ἀπό δυό χρόνια· через \год μετά ἀπό ἕνα χρόνο· около \года ἕνα χρόνο περίπού два раза в \год δυό φορές τό χρόνο, δίς τοῦ ἐτους' из \года в \год κάθε χρόνο· \год от \году ἀπό χρονιά σέ χρονιά· \год за \годом κάθε χρόνο· за \год до... ἕνα χρόνο πρίν...· в течение \года μέσα στό χρόνο, στή διάρκεια τοῦ ἔτους· по истечении \года μετά παρέλευσιν ἐτους· с этого \года ἀπό φέτος, ἀπό τούτη τή χρονιά· в том же \году́ τόν ίδιο χρόνο, τό ἰδιο ἔτος· около \года ἕνα χρόνο περίπου· за (один) \год μέσα σ' ἕνα χρόνο, στή διάρκεια ἐνός ἔτοῦς·
    2. \год||ы мн. (эпоха, период времени) τά χρόνια, ὁ καιρός:
    детские \годы τά παιδικά χρόνια· двадцатые \годы τά χρόνια 20-30, ἡ τρίτη δεκαετηρίδα· люди сороковых \годо́в ἡ γενιά τοῦ σαράντα·
    3. \год||ы мн. (возраст) ἡ ήλικία, τά χρόνια:
    он в \годах εἶναι ἡλικιωμένος· в мой \годы στήν ἡλικία μου, στά χρόνια μου· ◊ Новый \год τό νέον ἔτος, ὁ καινούριος χρόνος, ἡ πρωτοχρονιά· с Новым \годом! Καλή χρονιά!, Καλή πρωτοχρονιά!, εὐτυχές τό Νέον ἔτος!· кру́г-лый \год ὁλοχρονίς, ὅλο τό χρόνο· без \году неделя разг, ар он. πολύ λίγο διάστημα.

    Русско-новогреческий словарь > год

  • 3 окончание

    ουδ.
    1. αποπεράτωση, αποτε-λείωση, τερματισμός.
    2. τέλος•

    окончание романа в следующем номере το τέλος του μυθιστορήματος στο επόμενο φύλλο του περιοδικού.

    || λήξη• πέρας•

    окончание срока λήξη της προθεσμίας•

    по -ии года στο τέλος του χρόνου•

    по -ии войны τελειώνοντας ο πόλεμος.

    3. (γραμμ.) η κατάληξη•

    корень и окончание ρίζα και κατάληξη.

    Большой русско-греческий словарь > окончание

  • 4 перейти

    1. (напр. на другую сторону чего-л.) περνώ, διαβαίνω, διατρέχω, διασχίζω 2. (переместиться из одного места в другое) μετακινούμαι 3. (переменить местожительство, место или род занятий, перевестись на другое место) αλλάζω 4. (окончив какой-л класс, курс, стать учащимся следующего класса, курса) προβι-βάζομαι, προάγομαι 5. (передаться от одного другому, оказаться в распоряжении ведении кого-л. другого) περνώ 6. (окончив или оставив одно, приступить к чему-л другому) περνώ 7. (изменить образ действий, начать действовать по-иному) περνώ 8. (изменяясь, превратиться во что-л иное) γίνομαι, περνώ, μεταβάλλομαι 9 (превысить какой-л. предел) υπερβαίνω, ξεπερνώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перейти

  • 5 έτος

    το год;

    έτος αστρικόν (σεληνιακόν) — звёздный (лунный) год;

    ηλιακόν ( — или τροπικόν) έτος — тропический год;

    έτος φωτός — световой год;

    έτος πολιτικόν — календарный год;

    τό τρέχον έτος — текущий год;

    οικονομικόν έτος — бюджетный, финансовый год;

    σχολικόν έτοςучебный год (в школе);

    ακαδημαϊκό[ν] έτος — академический год, учебный год (в университете);

    δίσεκτον έτος — високосный год;

    τό (προ)παρελθόν έτος — в (поза)прошлом году;

    στο επόμενο έτος — в будущем году;

    τό ιδιο έτος — в том же году;

    προ ετών давно;
    προ δύο ετών два года назад;

    κατ' έτος — ежегодно;

    δίς τού έτους два раза в год;
    στη διάρκεια τού ετους в течение года; μετά παρέλευσιν έτους по истечении года; είναι τριών ετών ему три года; ενός έτους годовалый;

    § η πρώτη τού έτους — или τό νέον έτος — новый год;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έτος

  • 6 продолжение

    ουδ.
    1. συνέχιση, εξακολούθηση•

    продолжение работы συνέχιση της εργασίας.

    || συνέχεια.• продолжение в следующем номере η συνέχεια στο επόμενο νούμερο (φύλλο)•

    продолжение следует ακολουθεί (έπεται) συνέχεια.

    2. επέκταση, επιμήκυνση• προέκταση•

    деревянный забор -каменной стены ο ξύλινος περίβολος είναι προέκταση του πέτρινου τοίχου.

    || παράταση•

    -перемирия παράταση της ανακωχής•

    продолжение отпуска παράταση της άδειας.

    εκφρ.
    в продолжение чего – κατά τη διάρκεια, στη διάρκεια, διαρκούντος, διαρκούσης•
    в продолжение обеда – κατά το γεύμα•
    в продолжение бури – διαρκούσης της θύελλας.

    Большой русско-греческий словарь > продолжение

См. также в других словарях:

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • Μπλίξεν Φίνεκε, Κάρεν — (Karen Blixen Finecke, Ρούνγκστενστλουντ 1885 – 1962). Δανέζα συγγραφέας. Από την οικογένεια ευγενών Ντίνεσεν (Ισάκ Ντίνεσεν ήταν το ψευδώνυμό της), παντρεύτηκε τον εξάδελφό της, βαρόνο Μπλίξεν Φίνεκε. Η λογοτεχνική της κλίση ωρίμασε στην Αφρική …   Dictionary of Greek

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»